- σιμωνία
- (Νομ.). Αδίκημα κληρικών και μοναχών με περιεχόμενο την εμπορία της θείας χάρης. Ονομάστηκε έτσι από το μάγο Σίμωνα, που πρόσφερε χρήματα στους Απόστολους για να του δώσουν τη δύναμη να μεταδίνει το Άγιο Πνεύμα με την επίθεση των χεριών του. Εκδηλώνεται με την προσφορά οικονομικών ωφελειών με αντάλλαγμα τη μετάδοση της θείας κοινωνίας, τη χειροτονία, τη χειροθεσία σε εκκλησιαστικά αξιώματα, την εξομολόγηση, τη χορήγηση άδειας εγκαταβίωσης σε μονή ή την άσκηση εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Η σ. αντίκειται στην αρχή του Ευαγγελίου «δωρεάν ε-λάβατε, δωρεάν δότε» και αποτελεί βαρύ αδίκημα στο Κανονικό Δίκαιο. Για τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος απαιτείται η ύπαρξη: α) ανταλλάγματος, β) δύο προσώπων, από τα οποία το ένα τουλάχιστον κληρικός ή μοναχός, και γ) δόλος. Η σ., καθώς και η απόπειρα σ., τιμωρείται με καθαίρεση (κανών κγ’ της συνόδου Τρούλλου) και από μεταγενέστερες εκκλησιαστικές διατάξεις, και με αφορισμό επιπλέον. Η χορήγηση σε κληρικούς οικονομικών ωφελειών αναγνωρισμένων από το νόμο ή από εκκλησιαστικές διατάξεις, δεν αποτελεί σ.
* * *η, ΝΜΑ [Σίμων II]εκκλ.1. η τακτική τού Σίμωνος τού Μάγου ο οποίος επιχείρησε να εξαγοράσει με χρήματα από τον απόστολο Παύλο την χάρη επικλήσεως τού Αγίου Πνεύματος2. η εμπορία τής θείας χάριτος, η οικονομική εκμετάλλευση ιερών πραγμάτων και θεσμών και ιδίως η με δωροδοκία χειροτονία ή προαγωγή κληρικών.
Dictionary of Greek. 2013.